ἀρκεῖται

ἀρκεῖται
ἀρκέω
ward off
pres ind mp 3rd sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • διαμονή — Ο τόπος στον οποίο βρίσκεται η πρόχειρη ή προσωρινή εγκατάσταση ενός προσώπου. Ο όρος παρουσιάζει νομικό ενδιαφέρον στην περίπτωση που η δ. δεν μπορεί να αποδειχτεί. Σε πολλές περιπτώσεις, ο νόμος αρκείται στον τόπο της δ. για να ρυθμίσει… …   Dictionary of Greek

  • επιστημολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που μελετά τα φιλοσοφικά προβλήματα που σχετίζονται με τη θεωρία της γνώσης. Πριν όμως αναληφθεί με επιστημονική μορφή μια τέτοια διερεύνηση, η γνωστική λειτουργία του ανθρώπου είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο φιλοσοφικής… …   Dictionary of Greek

  • λιτός — (I) ή, ό (AM λιτός, ή, όν) 1. απλός, ακαλλώπιστος, απέριττος (α. «λιτό ύφος» β. «λιτὴ δίαιτα», Πλούτ.) 2. αυτός που αρκείται σε ολίγα, ολιγαρκής, λιτοδίαιτος («λιτὸς γενόμενος τοῑς ἔχουσι μὴ φθόνει», Διον. Κωμ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το λιτό(ν) η… …   Dictionary of Greek

  • μετριοφιλής — μετριοφιλής, ές (Α) 1. αυτός που αρκείται στο μέτρο, που αγαπά τη μετριότητα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοφιλές η αγάπη τού μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + φιλής (< φίλος), πρβλ. θεο φιλής] …   Dictionary of Greek

  • ολιγάρκεια — η (ΑΜ ὀλιγάρκεια, Α και ὀλιγαρκία) [ολιγαρκής] η ιδιότητα τού ολιγαρκούς, η ικανοποίηση με τα λίγα, το να αρκείται κανείς σε λίγα …   Dictionary of Greek

  • ολιγαρκής — ές (Α ὀλιγαρκής, ές) αυτός που αρκείται στα λίγα, που ικανοποιείται με τα λίγα και δεν επιζητεί τα πολλά, λιτός («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια», Παπαδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγαρκές η ολιγάρκεια. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • ολιγόσιτος — η, ο (Α ὀλιγόσιτος, ον) αυτός που αρκείται σε λίγο φαγητό, λιγόφαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + σίτος (< σῖτος), πρβλ. ομό σιτος] …   Dictionary of Greek

  • ολότελα — επίρρ. 1. εντελώς, καθ ολοκληρίαν 2. φρ. «απ το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα» αν κάποιος δεν μπορεί να επιτύχει το επιθυμητό, πρέπει να αρκείται στο εφικτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολοτελώς, κατά τα επιρρ. σε α] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”